- ἱππέλαφος
- ἱππ-έλᾰφος, ὁ, lit.,A horse-deer, perh. nylghau, Portax picta, Arist.HA498b32; ἡ θήλεια ἱ. οὐκ ἔχει κέρατα ib.499b2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιππέλαφος — ἱππέλαφος, ἡ (Α) ίππος και ελάφι, πιθ. η αντιλόπη … Dictionary of Greek
ἱππέλαφος — horse deer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππελάφους — ἱππέλαφος horse deer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππελάφων — ἱππέλαφος horse deer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππέλαφοι — ἱππέλαφος horse deer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελάφι — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών, η οποία υποδιαιρείται σε τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Η τελευταία περιλαμβάνει τα πραγματικά και χαρακτηριστικά ελάφια και τη δάμα. Τα ε.… … Dictionary of Greek